- ὀργισθῆναι
- ὀργίζωmake angryaor inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
погнѣватисѧ — ПОГНѢВА|ТИСѦ (2*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Рассердиться, разгневаться: въпро(с) Глю(ть) нѣции. ˫ако мощьно погнѣватисѧ чл҃вѣкѹ. (ὀργισϑῆναι) ПНЧ к. XIV, 27а; Ѡлегъ же пришедъ къ Черниигову [так!] не ˫ави того ѿцю. но погнѣвасѧ на ѿца втаинѣ. ЛИ ок. 1425,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
προτιμωρώ — έω, Α 1. βοηθώ κάποιον εκ τών προτέρων («μὴ ὀργισθῆναι ὅτι ἡμῑν οὐ προυτιμωρήσατε», Θουκ.) 2. μέσ. προτιμωροῡμαι, έομαι εκδικούμαι κάποιον εκ τών προτέρων, τιμωρώ («ἐβούλοντο πρότερον, εἰ δύναιντο, προτιμωρήσασθαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * +… … Dictionary of Greek